Ελευθέριος Κολομτσάς | Ειδικός Καρδιολόγος – Εντατικολόγος | 📞 213 0 251425, 6947434350 info@cardiometabolism.gr

Διήγημα

Οι Στοίβες

της Κρυσταλλίας Παπαδημητρίου

       Ήταν κάμποσες μέρες που οι στοίβες με τα βιβλία στο πάτωμα προκαλούσαν τις ανοχές της Χριστίνας στην ακαταστασία. Δεν ήταν που δεν ήθελε να μαζέψει τους τόμους που συσσωρεύονταν πλάι στη μεγάλη βιβλιοθήκη του σαλονιού, ήταν που δεν χωρούσαν στη βιβλιοθήκη. Θυμήθηκε, πριν χρόνια, λίγο μετά το γάμο τους, τον Θοδωρή να καμαρώνει τα καινούργια ράφια που απλώνονταν ως το ταβάνι: «Χριστινάκι, τώρα έχουμε χώρο για βιβλία μέχρι να γεράσουμε!» Αφέλεια ή ύβρις; Όποιο από τα δύο κι αν ήταν, τιμωρήθηκε έτσι κι αλλιώς πολύ σύντομα: η βιβλιοθήκη γέμισε μέσα σε λίγους μήνες, κάποια βιβλία μπήκαν μπρος κι άλλα πίσω στο ράφι,  και οι στοίβες εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι τους. Μόλις κατάφερναν να τις μαζέψουν, ένας νέος πύργος βιβλίων ορθωνόταν ξανά.

       Στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη και τη ζύγισε με τη ματιά, σαν να μετρούσε τον αντίπαλο. Όλα τα ράφια ήταν γεμάτα, δεν φαινόταν να υπάρχει χώρος για να τακτοποιήσει τριάντα-σαράντα τόμους ακόμη. Έβαλε τα χέρια στη μέση και πήρε αποφασιστικά μια βαθιά αναπνοή. «Και τώρα οι δυο μας», μουρμούρισε. Θα κατέβαζε όλα τα βιβλία, να τα τακτοποιήσει ξανά. Ίσως έτσι έβρισκε λίγο χώρο για τα καινούργια. Ας γκρίνιαζε ο Θοδωρής πως του χάλασε τη σειρά, πως είχε μετατρέψει τη βιβλιοθήκη σε μαύρη τρύπα που κατάπινε τα βιβλία του. Ξύδι. Δεν υπήρχε άλλη λύση…

     Το βράδυ την βρήκε να ξεφυλλίζει και να σωριάζει βιβλία στο πάτωμα, στο μισοσκόταδο, ενώ ο μικρός τους γιος κοιμόταν στον καναπέ. Άκουσε το κλειδί στην πόρτα κι έκλεισε τα μάτια σφιχτά μισοχαμογελώντας, περιμένοντας την καταιγίδα. «Τι έκανες;» γόγγυξε ο Θοδωρής βλέποντας γύρω του τα στοιβαγμένα βιβλία. Παράτησε το σακίδιό του όπως όπως, κι έτρεξε να δει πόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή.

      Ανακάτεψε ανήσυχα ένα βουναλάκι τόμους και το πρόσωπό του πήρε μια τόσο απελπισμένη έκφραση που η Χριστίνα δαγκώθηκε για να μη βάλει τα γέλια. «Ιστορικά για τον Μεσαίωνα, αγγλικά μυθιστορήματα και η Ιστορία των Βιβλιοθηκών… Γιατί τα έβαλες μαζί; Δεν ταιριάζουν! Θα ψάχνω πάλι τα βιβλία μου και δεν θα τα βρίσκω!»

       «Για κοίτα ξανά», απάντησε η Χριστίνα. «Όλα αυτά τα βιβλία είναι από τα απογεύματα στον Ελευθερουδάκη στη Δαβάκη. Ο Λουκάς μπουσουλούσε στη σκάλα όσο εμείς διαλέγαμε βιβλία, θυμάσαι; Τι κρίμα που έκλεισε… Κι αυτή η στοίβα είναι από το PaperTown στην Κηφισίας, που δίναμε ραντεβού όταν πρωτογνωριστήκαμε. Τα πιο ωραία ραντεβού ήταν αυτά. Κι αυτά είναι από τον Πρωταγόρα, τα πήραμε πέρσυ μαζί με τα πρώτα σχολικά του Λουκά.»

      Ο Θοδωρής έπιασε στα χέρια του τα βιβλία μιας μεγάλης, διπλής στοίβας.  «Εδώ είναι όλο βιβλία από την Πολιτεία, σωστά;» άστραψε το βλέμα του όταν κατάλαβε πώς είχε χωρίσει τα βιβλία η Χριστίνα.

       Κάθισε δίπλα της, νικημένος από την περιέργεια. Τελικά είχε ενδιαφέρον όλο αυτό το ανακάτεμα. Ήταν μια ευκαιρία να θυμηθούν βιβλία ξεχασμένα, αλλά και τόσες στιγμές, σαν μια αναπάντεχη ανασκόπηση μέσα από τους τόμους που τους είχαν ακολουθήσει από προηγούμενες ζωές πριν τη γνωριμία τους για να καταλήξουν μονιασμένα στην κοινή τους βιβλιοθήκη, κι άλλους που τους είχαν διαλέξει μαζί, και τους είχαν τοποθετήσει στη μεγάλη βιβλιοθήκη σαν λιθαράκια που έχτιζαν κάτι πολύ δικό τους. Άρχισαν να ξεφυλλίζουν μαζί τα βιβλία, να σημειώνουν σε κάθε εσώφυλλο πού και πότε τα απέκτησαν. Ιστορικά και φωτογραφικά από τις Σαββατιάτικες βόλτες στο ΜΙΕΤ στην Αμερικής, με φαγητό μετά στην Βαλαωρίτου. Μυθιστορήματα και ειδικές παραγγελίες από το ΧΑΡΤΟΠΟΛΙΣ του Ψυχικού, όπου πήγαιναν στα κλεφτά κάτι πρωινά που κάνανε κοπάνα από τη δουλειά για να πιουν καφέ μαζί πριν ξεκινήσουν τη μέρα τους. Δοκίμια και ποίηση από τον ΙΑΝΟ. Ταξιδιωτικά της Road στη Σόλωνος, σημάδια προορισμών του παρελθόντος και του μέλλοντος. Βιβλία που είχαν γίνει ταινίες από το μικρό βιβλιοπωλείο του ΔΑΝΑΟΥ, όπου φοιτήτρια, πολυ΄πριν γνωριστούν οι δυο τους, μετά το τέλος της ταινίας ξεψάχνιζε τα ράφια με τα σινεφίλ βιβλία στην είσοδο του κινηματογράφου. Δεν υποψιαζόταν βέβαια πως μπορεί δίπλα της να χάζευε βιβλία ο μελλοντικός της έρωτας, που έμενε κι εκείνος εκεί δίπλα και πήγαινε συχνά στο ΔΑΝΑΟ. Οι μικροί εκδότες της Διδότου, σ’έναν σωρό όλοι μαζί, λάφυρα από ατέλειωτες βόλτες στα στενά του κέντρου, όταν χάζευαν τα παλαιοβιβλιοπωλεία και τα ξεπεσμένα νεοκλασικά, μάρτυρες μιας άλλης Αθήνας.

        Πέρασαν τα μεσάνυχτα. Ο Θοδωρής πήγε τον μικρό στο κρεβάτι. Η Χριστίνα ετοίμασε δυο φέτες ψωμί με γραβιέρα κι έβαλε δυο ποτήρια κόκκινο κρασί. Χορτασμένοι συνέχισαν να φυλλομετρούν και να φτιάχνουν βουναλάκια στο μισοσκόταδο. Κατά τις 3 το πρωί όλα τα βιβλία ήταν σημειωμένα με μολύβι, μαζεμένα σε στοίβες, καθεμιά κι από ένα βιβλιοπωλείο. Κάποιες θα μεγάλωναν κι άλλο, άλλες όχι, αφού τα βιβλιοπωλεία είχαν κλείσει. Κοιτάχτηκαν και η ίδια τρελή ιδέα έλαμψε στα μάτια τους: Αν τα μάζευαν έτσι στα ράφια;

        Έβαλαν το τελευταίο βιβλίο στο ράφι καθώς ξημέρωνε. Κοίταξαν τη μεγάλη βιβλιοθήκη ικανοποιημένοι. Έμοιαζε τώρα με χάρτη της ζωής τους στην Αθήνα: κάθε ράφι κι ένα βιβλιοπωλείο, βόλτες στη γειτονιά ή στο κέντρο, στιγμές που διάλεγαν βιβλία μαζί, σημαδεύοντας λιακάδες, καταιγίδες, σχέδια, αποφάσεις…

«Ξέρεις πόσο σ’αγαπώ;» τη φίλησε ο Θοδωρής στην κορυφή του κεφαλιού, κι η καρδιά της χοροπήδηξε. Αν και εκδηλωτικός με τον τρόπο του, ο Θοδωρής σπάνια έκανε τέτοιες δηλώσεις.

«Υποσχέσου πως αν είναι να χωρίσουμε ποτέ, θα πάμε να το κάνουμε σ’ένα βιβλιοπωλείο» του απάντησε.

«Άντε βρε χαζή! Τέτοιο βιβλιοπωλείο δεν υπάρχει!» της απάντησε ο Θοδωρής γελώντας. “Πάμε να κοιμηθούμε, σηκωμό δεν θα έχουμε”.

Την τράβηξε αποκαμωμένος να προλάβουν λίγο ύπνο, καθώς η πρώτη ηλιαχτίδα της αυγής τρύπωνε από το πατζούρι και φώτιζε τη βιβλιοθήκη τους.